Το «ντάρα-βέρι» με την ιθαγένεια στους «βασιλιάδες». Δίνω-παίρνω ιθαγένεια.
Μία ακόμη κερκόπορτα…
Ο θάνατος του Κωνσταντίνου, πρώην βασιλιά της Ελλάδος, από τον οίκο των Γλύξμπουργκ της Δανίας έφερε στην επικαιρότητα το ειδικό καθεστώς της ιθαγένειας που θεωρήθηκε αυτονόητο και συνυφασμένο με τον τίτλο του βασιλιά. Ουδέποτε αποδόθηκε ρητώς η ιθαγένεια στους αλλογενείς βασιλείς και στα μέλη των οικογενειών τους. Παρά μόνο η υποχρέωση «να πρεσβεύουν το ορθόδοξο ανατολικό δόγμα» όπως ρητά αναφέρεται τις ανακηρύξεις. Αυτό πιθανώς θεωρήθηκε αρκετό για να θεωρούνται Έλληνες και έτσι να ικανοποιούνται οι γεωστρατηγικές βλέψεις των ξένων κέντρων εξουσίας. Παράλληλα συνεχίστηκε και έγινε αποδεκτή η πρακτική του βυζαντίου να θεωρεί Έλληνα όποιον ασπαζόταν τον χριστιανισμό και ας ήταν αλλογενής. Και ενώ οι περισσότεροι αυτοκράτορες δεν ήταν Έλληνες, με τον εκχριστιανισμό τους έπαιρναν την δύναμη να ασκούν τα κυριαρχικά και κληρονομικά δικαιώματα του έθνους των Ελλήνων και να ηγεμονεύουν πάνω τους.
Με την Γ΄ εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα ψηφίστηκε σύνταγμα και κυβερνήτης ο Ιωάννης Καποδίστριας. Αυτές οι εξελίξεις δεν ήταν στα σχέδια των μεγάλων δυνάμεων και ιδιαιτέρως της Αγγλίας. Τελικά τον Ιούλιο του 1827 συμφώνησαν να αναγνωριστεί ανεξαρτησία στο ελληνικό κράτος αλλά με πολίτευμά του την μοναρχία και με βασιλιά ευρωπαίο. Ήθελαν να έχουν τον απόλυτο έλεγχο στο νέο κράτος αλλά και στην ευρύτερη περιοχή μέσω αυτού.
Ακολούθησε η
ναυμαχία στο Ναβαρίνο και ο ρωσσοτουρκικός πόλεμος που επέβαλαν τα
υπογεγραμμένα.
Ο Καποδίστριας, αναλογιζόμενος
των συσχετισμό δυνάμεων αποδέχτηκε την
μοναρχία αλλά επειδή ταυτόχρονα γνώριζε και την σφοδρή επιθυμία των Ευρωπαίων
να στήσουν ελληνικό κράτος, όπως επίσης γνώριζε και την μεταξύ τους
αντιπαλότητα, άρχισε να διαπραγματεύεται με επιμονή για τα όρια αλλά και για
τον δανεισμό του κράτους που είχε αποφασιστεί στην εθνοσυνέλευση και έτσι
επήλθε καθυστέρηση στην εύρεση ηγεμόνα.
Με την Δ΄
εθνοσυνέλευση στο Άργος τέθηκαν οι βασικοί πυλώνες ενός καθαρού εθνικού κράτους
όπου σε όλους τους τομείς του υπήρχε μόνο ένας ιδιοκτήτης και διαχειριστής. Το
ελληνικό Έθνος. Με αμιγώς εθνικά κεφάλαια ιδρύθηκε η χρηματιστική τράπεζα που
εξέδιδε το εθνικό νόμισμα φοίνικα. Ήταν η μοναδική τράπεζα στην Ευρώπη που εξ
ολοκλήρου ιδιοκτήτης ήταν το Έθνος και που δεν θα δάνειζε με τόκο το κράτος κατά
την κοπή χρήματος. Το τραπεζικό δίκτυο στην Ευρώπη ήλεγχαν, όπως και τώρα
ελέγχουν παγκοσμίως, οι γνωστές οικογένειες και δεν θα μπορούσαν να ανεχτούν
ένα τέτοιο τραπεζικό ίδρυμα ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη.
Υπό τέτοιες
συνθήκες δεν μπορούσαν να προχωρήσουν τα σχέδια των μεγάλων δυνάμεων και η
αποδοχή του θρόνου της Ελλάδος από κάποιον «βασιλικό» οίκο κωλυσιεργούσε. Η
αντιμετώπιση και η ευθεία προσβολή των αποφάσεων μίας πραγματικής
εθνοσυνέλευσης σε διεθνές νομικό και πολιτικό πεδίο είναι αδύνατη. Είναι επίσης
απαγορευτική η έξωθεν στρατιωτική επέμβαση καθώς ξεπερνάει τις κόκκινες γραμμές
αυτοδιάθεσης και βούλησης ενός έθνους που αποφασίζει για την πολιτεία του και είναι άμεσα καταδικαστέα από την παγκόσμια κοινότητα.
Επομένως εκείνες οι αποφάσεις έπρεπε να
προσβληθούν ύπουλα και δόλια με εξαγορές και προδοσίες. Πάντα υπάρχουν πρόθυμοι
προδότες. Έστω και αν η προδοσία σημαίνει την ίδια την απώλεια κυριαρχίας των
συμπατριωτών τους και των ιδίων. Έτσι σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε η δολοφονία
του κυβερνήτη για την οποία ακόμα και τώρα δεν φωτίστηκαν πάρα πολλά σκοτεινά
σημεία και υπάρχουν ισχυρές αμφιβολίες ως προς τους πραγματικούς δράστες και καθοδηγητές.
Οι αντιστάσεις
των αναπληρωτών του κυβερνήτη κάμφθηκαν. Πρόδωσαν το όραμα και τους στόχους
του. Ο λαός φτωχός και αναλφάβητος δεν είχε την δύναμη να κατανοήσει και να πάρει
μέρος. Πολύ γρήγορα και άμεσα βρέθηκε υποψήφιος μονάρχης. Όλως τυχαίως ο 16χρονος Όθωνας είχε
ταξιδεύσει στο Λονδίνο για «υποθέσεις» της οικογενείας του και συνέπεσε με τις
διπλωματικές εργασίες των αξιωματούχων των μεγάλων δυνάμεων για το ελληνικό
κράτος και άλλα θέματα. Εκεί είχε μεταβεί και η ελληνική αντιπροσωπεία. Όλα
λοιπόν συνέβαλαν «συμπτωματικά» ώστε να γίνει η προσφορά και να γίνει αποδεκτή.
Τον Απρίλιο του 1832 είχαμε «Βασιλέα της
Ελλάδος», όπως αναφέρεται στη συμφωνία, και όχι των Ελλήνων. Έχει σημασία η διαφορά
και θα γίνει κατανοητή παρακάτω.
Ο νεαρός βασιλιάς, γερμανός και διαμαρτυρόμενος χριστιανός στο δόγμα, διδασκόμενος από μοναχούς, ήρθε να βασιλέψει σε χώρα Ελλήνων ορθοδόξων στο δόγμα. Από τον πρώτο κιόλα καιρό της επίσημης ανακήρυξης στο θρόνο οργανώθηκαν ορκωμοσίες σε όλη την χώρα από την εκκλησία της Ελλάδος και τους δημογέροντες των επαρχιών. Όπως δηλώνει το ΦΕΚ Α 2 που εκδόθηκε το 1833 ο όρκος ήταν διαταγή με μορφή αναγκαστικού νόμου και με τον οποίο όρκο δηλώνεται «η πίστη και υποταγή στην Αυτού Μεγαλειότητα». Υπήκοοι λοιπόν σε έναν αναμφισβήτητα αλλογενή, από τα έγγραφα και τους νόμους, και όχι πολίτες.
Το σύνταγμα του 1843 έδωσε την δυνατότητα στα
κόμματα να αναβαθμίσουν τον ρόλο τους στην εξουσία του τόπου και μέσω αυτών αυξήθηκε
και η επιρροή Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Ωστόσο η μεγάλη κερδισμένη ήταν η
εκκλησία της Ελλάδος στην οποία αναγνωρίζονταν για πρώτη φορά κυριαρχικά
δικαιώματα. Ένα κράτος εν κράτη που ασκεί κυριαρχία εις το όνομα του έθνους. Το
μόνο που δεν άλλαξε ήταν η υποτακτική θέση των Ελλήνων.
0 Σχόλια